ἀμφιαχυῖα

ἀμφιαχυῖα
ἀμφῐᾰχυῖα, irreg. part., perh. for ἀμφι-ϝᾰχυῖα (cf. ἰάχω
A = ϝιϝάχω), flying about and shrieking, of a bird, Il.2.316; later ἀμφ-ιάχω as [tense] pres.,

μέγα ἀμφῐάχων Orph.A.819

: [tense] impf.

ἀμφῑαχε λαός Q.S.4.147

; trans.,

βοὴ ἀμφῑαχεν ἄστυ 13.460

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμφιαχυία — ἀμφιαχυῑα, η (Α) (για πτηνά) αυτή που πετά τριγύρω κρώζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή τού ρ. ἀμφιάχω < ἀμφι * + (F)αχωῖα, μετοχή παρακειμένου, χωρίς αναδιπλασιασμό, τού ρ. ἰάχω < *Fι Fάχ ω] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιαχυῖα — ἀμφιάχω perf part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφιάχω — ἀμφιάχω (Α) (για πτηνά) πετώ τριγύρω κρώζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἰάχω, πρβλ. λ. ἀμφιαχυῖα] …   Dictionary of Greek

  • u̯ā̆gh-, suā̆ gh- —     u̯ā̆gh , suā̆ gh     English meaning: to cry, sound     Deutsche Übersetzung: ‘schreien, schallen”     Material: Gk. ἠχή, Dor. ἀ̄χά: f. “ clangor, noise”, ἠχώ, οῦς f. “ clangor, sound, tone, Widerhall”, ἦχος (ark. Fᾶχος) m. ds., ἠχέω ‘schalle …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”